Ἑρμιόναν

Ἑρμιόναν
Ἑρμιόνᾱν , Ἑρμιόνη
fem acc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νέορτος — νέορτος, ον (Α) 1. (για πρόσ.) αυτός που μόλις παρουσιάστηκε, πρόσφατος, νέος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ νέορτος νεανίας, έφηβος («τὰν νέορτον Ἑρμιόναν», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νέορτον πρόσφατο συμβάν («τί δ ἐστίν, ὦ παῑ Λαΐον νέορτον αὖ;», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”